Α.
αβάντα = το στήριγμα κάποιου (μεταφορικά)
αβανταδόρος αβαντάρω
αγαντάρω = αντιστέκομαι, κυρίως για σωματικό κόπο
αναντάμ μπαμπαντάμ = κατά μάνα κατά κύρη
ανθίζομαι = αντιλαμβάνομαι κάτι ευχάριστο
αούτης = πόντιος πρόσφυγας ασίκης ασίκικος
ασκέρι = στρατός
αφιόνι = το όπιο
Γ. γανώνω (είναι τενεκές ξεγάνωτος = είναι άχρηστος)
γιουρούσι = επιδρομή
Δ. δερβέναγας= επόπτης (ήρθες να μας κάνεις το δερβέναγα; )
δοβλέτι = κυβέρνηση
Ζ. ζαπτιές = αστυφύλακας
ζούλα = κρυφά (στη ζούλα=στακρυφά)
Κ. καβάντζα = η "πισινή", το να είσαι εξασφαλισμένος σε περίπτωση αποτυχίας όταν αναλαμβάνεις ένα ρίσκο καβαντζώνω
καζαντίζω = αποκομίζω κέρδη
καρακόλι = ο αστυνόμος του στρατού
καραμπουζουκλής = κεφάτος, γλεντζές
κάργα = (επίρρ.) αρκετά
καργάρω = προσπαθώ, σπρώχνω
καργαδόρος = ο επιβήτορας
καρντάσης = φίλος, σύντροφος, αδερφός
κελεπτσές = χειροπέδες κιτάπι
κουρμπέτι = βγήκε στο κουρμπέτι/κλαρί = εκπορνεύτηκε κλπ
Λ. λαλητήρι = το κουδούνι
Μ. μαγκιώρος = έξυπνος, μάγκας
μαχμουρλής = νυσταγμένος
μεϊντάνι = πλατεία
μιλλέτι = έθνος, φυλή, φάρα
μουσαφίρης = επισκέπτης
μουστερής = πελάτης
μπαιλντίζω = βαριέμαι
μπαϊράκι (σήκωσε δικό του μπαϊράκι= επαναστάτησε, κάνει του κεφαλιού του)
μπακίρια (τα) = λεφτά (δάγκωσε τα μπακίρια= πήρε μπαξίσι)
μπαξές = κήπος
μπαξίσι = φιλοδώρημα ( σε μορφή δωροδοκίας)
μπέης (περνάω μπέικα=ζω με ανέσεις)
μπεκιάρης = εργένης
μπουλούκι = ασύνταχτη, άταχτη ομάδα, πλήθος
μπουνταλάς = νωθρός
Ν. νταλγκάς = ερωτικός καημός
νταλκαδιασμένος = ερωτευμένος
νταραβέρι = συνδιαλλαγή
ντελμπεντέρης = γλεντζές
ντόρτια ( όλο ντόρτια φέρνω=είμαι άτυχος)
Π. παζάρι (κάνω παζάρι, παζαρεύω)
πατσαβούρα = ειναι βρισιά (μωρή πατσαβούρα)
πεσκέσι = δώρο
πρεπούμενα(τα) = τα απαραίτητα
Ρ. ρουσφέτι
Σ. σαίνι = ξύπνιος
σακουλεύομαι = αντιλαμβάνομαι κάτι δυσάρεστο και νευριάζω
σεβντάς = έρωτας
σεβνταλής = ερωτιάρης
σεργιάνι = βόλτα
σερμαγιά = κεφάλαιο
σερμπέτι = γλυκό
σεφτές = οι πρώτες εισπράξεις
σιχτιρίζω = βρίζω
στανιό = ζόρι, με το στανιό/ζόρι
Τ. ταβατούρι = φασαρία
τακίμι = κολλητός
τακιμιάζω = τα κάνω πλακάκια με κάποιον
ταμάχι = πλεονεξία
ταμπούρι = προμαχώνας ταμπουρώνομαι
ταπί = χωρίς πεντάρα, πανί με πανί
τεκές = ισλαμικό μοναστήρι, χασισοποτείο
τελάλης = κήρυκας
τερτίπι = λεπτομέρεια
τεφαρίκι = διαλεχτό
πράματζιβάνα = το φίλτρο του τσιγάρου μαριχουάνας
τζόβενο = ο πρωτάρης, κυρίως για τα καράβια
τζουτζές = το τσιράκι
τουλούμι = ασκός (βρέχει με το τουλούμι)
τράκα = δανεισμός
τρακαδόρος = αυτός που συνεχώς ζητάει δανεικά (που δε θα επιστρέψει)
τράτο = χρονικό περιθώριο
τσαλίμι = επιδέξια κίνηση παλαιστή, σκέρτσο, νάζι
τσαχπίνης = σκερτσόζος
τσιγκέλι (του τα βγάζω με το τσιγκέλι)
τσιλιαδόρος = αυτός που κρατάει τσίλιες
τσίλιες = η σκοπιά/φρουρά των παρανόμων που ελέγχει μην γίνουν αντιληπτοί κατά την διάρκεια μιας παρανομίας
τσιράκι = υποταχτικός, μαθητευόμενος
τσίφτης = έξυπνος, μάγκας
τσογλάνι = κωλόπαιδο
τσοντάρω = προσφέρω το μερίδιο που μου αναλογεί σε κάποια δαπάνη
Φ. φάκα = ποντικοπαγίδα (πιάστηκε στη φάκα=παγιδεύτηκε)
φετφάς = διάταγμα
φιρμάνι = διάταγμα
φουμάρω = καπνίζω (τι καπνό φουμάρει = τι είδους άνθρωπος είναι)
Χ. χαλάλι = σπατάλη που άξιζε τον κόπο χαλαλίζω
χαμάμ (είναι χαμάμ = είναι πολύ ζεστά και υγρά)
χαμπάρι = είδηση (δεν το πήρα χαμπάρι, δεν το μυρίστηκα)
χαράμι = σπατάλη που δεν άξιζε τον κόπο
χουβαρδάς = ανοιχτοχέρης (και κουβαρντάς)χουβαρδαλίκι
αγαντάρω = αντιστέκομαι, κυρίως για σωματικό κόπο
αναντάμ μπαμπαντάμ = κατά μάνα κατά κύρη
ανθίζομαι = αντιλαμβάνομαι κάτι ευχάριστο
αούτης = πόντιος πρόσφυγας ασίκης ασίκικος
ασκέρι = στρατός
αφιόνι = το όπιο
Γ. γανώνω (είναι τενεκές ξεγάνωτος = είναι άχρηστος)
γιουρούσι = επιδρομή
Δ. δερβέναγας= επόπτης (ήρθες να μας κάνεις το δερβέναγα; )
δοβλέτι = κυβέρνηση
Ζ. ζαπτιές = αστυφύλακας
ζούλα = κρυφά (στη ζούλα=στακρυφά)
Κ. καβάντζα = η "πισινή", το να είσαι εξασφαλισμένος σε περίπτωση αποτυχίας όταν αναλαμβάνεις ένα ρίσκο καβαντζώνω
καζαντίζω = αποκομίζω κέρδη
καρακόλι = ο αστυνόμος του στρατού
καραμπουζουκλής = κεφάτος, γλεντζές
κάργα = (επίρρ.) αρκετά
καργάρω = προσπαθώ, σπρώχνω
καργαδόρος = ο επιβήτορας
καρντάσης = φίλος, σύντροφος, αδερφός
κελεπτσές = χειροπέδες κιτάπι
κουρμπέτι = βγήκε στο κουρμπέτι/κλαρί = εκπορνεύτηκε κλπ
Λ. λαλητήρι = το κουδούνι
Μ. μαγκιώρος = έξυπνος, μάγκας
μαχμουρλής = νυσταγμένος
μεϊντάνι = πλατεία
μιλλέτι = έθνος, φυλή, φάρα
μουσαφίρης = επισκέπτης
μουστερής = πελάτης
μπαιλντίζω = βαριέμαι
μπαϊράκι (σήκωσε δικό του μπαϊράκι= επαναστάτησε, κάνει του κεφαλιού του)
μπακίρια (τα) = λεφτά (δάγκωσε τα μπακίρια= πήρε μπαξίσι)
μπαξές = κήπος
μπαξίσι = φιλοδώρημα ( σε μορφή δωροδοκίας)
μπέης (περνάω μπέικα=ζω με ανέσεις)
μπεκιάρης = εργένης
μπουλούκι = ασύνταχτη, άταχτη ομάδα, πλήθος
μπουνταλάς = νωθρός
Ν. νταλγκάς = ερωτικός καημός
νταλκαδιασμένος = ερωτευμένος
νταραβέρι = συνδιαλλαγή
ντελμπεντέρης = γλεντζές
ντόρτια ( όλο ντόρτια φέρνω=είμαι άτυχος)
Π. παζάρι (κάνω παζάρι, παζαρεύω)
πατσαβούρα = ειναι βρισιά (μωρή πατσαβούρα)
πεσκέσι = δώρο
πρεπούμενα(τα) = τα απαραίτητα
Ρ. ρουσφέτι
Σ. σαίνι = ξύπνιος
σακουλεύομαι = αντιλαμβάνομαι κάτι δυσάρεστο και νευριάζω
σεβντάς = έρωτας
σεβνταλής = ερωτιάρης
σεργιάνι = βόλτα
σερμαγιά = κεφάλαιο
σερμπέτι = γλυκό
σεφτές = οι πρώτες εισπράξεις
σιχτιρίζω = βρίζω
στανιό = ζόρι, με το στανιό/ζόρι
Τ. ταβατούρι = φασαρία
τακίμι = κολλητός
τακιμιάζω = τα κάνω πλακάκια με κάποιον
ταμάχι = πλεονεξία
ταμπούρι = προμαχώνας ταμπουρώνομαι
ταπί = χωρίς πεντάρα, πανί με πανί
τεκές = ισλαμικό μοναστήρι, χασισοποτείο
τελάλης = κήρυκας
τερτίπι = λεπτομέρεια
τεφαρίκι = διαλεχτό
πράματζιβάνα = το φίλτρο του τσιγάρου μαριχουάνας
τζόβενο = ο πρωτάρης, κυρίως για τα καράβια
τζουτζές = το τσιράκι
τουλούμι = ασκός (βρέχει με το τουλούμι)
τράκα = δανεισμός
τρακαδόρος = αυτός που συνεχώς ζητάει δανεικά (που δε θα επιστρέψει)
τράτο = χρονικό περιθώριο
τσαλίμι = επιδέξια κίνηση παλαιστή, σκέρτσο, νάζι
τσαχπίνης = σκερτσόζος
τσιγκέλι (του τα βγάζω με το τσιγκέλι)
τσιλιαδόρος = αυτός που κρατάει τσίλιες
τσίλιες = η σκοπιά/φρουρά των παρανόμων που ελέγχει μην γίνουν αντιληπτοί κατά την διάρκεια μιας παρανομίας
τσιράκι = υποταχτικός, μαθητευόμενος
τσίφτης = έξυπνος, μάγκας
τσογλάνι = κωλόπαιδο
τσοντάρω = προσφέρω το μερίδιο που μου αναλογεί σε κάποια δαπάνη
Φ. φάκα = ποντικοπαγίδα (πιάστηκε στη φάκα=παγιδεύτηκε)
φετφάς = διάταγμα
φιρμάνι = διάταγμα
φουμάρω = καπνίζω (τι καπνό φουμάρει = τι είδους άνθρωπος είναι)
Χ. χαλάλι = σπατάλη που άξιζε τον κόπο χαλαλίζω
χαμάμ (είναι χαμάμ = είναι πολύ ζεστά και υγρά)
χαμπάρι = είδηση (δεν το πήρα χαμπάρι, δεν το μυρίστηκα)
χαράμι = σπατάλη που δεν άξιζε τον κόπο
χουβαρδάς = ανοιχτοχέρης (και κουβαρντάς)χουβαρδαλίκι
1 Λογομαχιες:
μπορεις να προσθεσεις κ αυτα :
http://www.youtube.com/watch?v=sJqpyb1pBoI
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε ότι θέλεις με ευπρέπεια