Ένας λαός απρόβλεπτος, που λατρεύει τον πρωινό ύπνο και το αραλίκι, αλλά έρχεται δεύτερος σε εργατικότητα στον κόσμο μετά τα τζαπόνια! Ένα έθνος καταχρεωμένο, με καταθέσεις όμως στην Ελβετία.
Ένας λαός που πεινάει (θεωρητικά), αλλά το καλοκαίρι μένει στο πολυτελές ξενοδοχείο, στη διπλανή σουίτα με τον Άγγλο που έκανε οικονομίες όλο τον χρόνο για να έρθει διακοπές εδώ που είναι καλά και φτηνά. Και του παίρνουμε και την γκόμενα και τον σπάμε και στο ξύλο, άμα ζητήσει τα ρέστα του, και τον στήνουμε και στο αεροδρόμιο μερικές μέρες, για να εμπεδώσει τη δύναμη του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, που διεκδικεί περισσότερα λεφτά και λιγότερη δουλειά. Η Ευρώπη θέλει να βάλει την Ελλάδα στο ένα της παπούτσι, αλλά το πιο πιθανό είναι να καταλήξει η ίδια να περπατάει ξυπόλητη.
Ποιος άλλος λαός έβγαλε ποτέ άσμα, με ενδεικτικούς για την ψυχολογία της βαριεστιμάρας στίχους: Θα πουλήσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι; Που αν το πεις αυτό σε Γερμανό θα πέσει κάτω λιπόθυμος και θα κάνεις ένα μικρό Παγκόσμιο για να τον συνεκφέρεις.
Τη ρεμαλοσύνη μην την κλαις. Αλλά, ναι, να τη φοβάσαι, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου ξημερώσει.
Τα ρεμάλια είναι παντοτινά κι εμείς χρόνια τώρα επιβιώνουμε ως έθνος χάρη στην τσαχπινιά και τη ρεμάλια μας Ο Έλληνας έχει την ψυχολογία του αμετανόητου ρεμαλιού γραμμένη στο DNA του (επιστροφές δεν γίνονται δεκτές).
Εγωιστές, καλοπερασάκηδες, ζεμανφουτίστες, τεμπέληδες, άστατοι, απρόβλεπτοι , τσαμπουκάδες, αιώνια ανώριμοι Και παρόλα αυτά γοητευτικοί. Μια χώρα φτωχή, που τα παίρνει από τους πλούσιους συγγενείς της, για να πληρώσει τα βερεσέδια στον μπακάλη και καταλήγει να τρώει στα μπουζούκια τους λογαριασμούς Δ.E.H., O.T.E. και EYΔAΠ, για τα μάτια τής απέναντι ξανθιάς (τις μελαχρινές, ως γνωστόν, τις παντρεύονται, οπότε περιμένουν στο σπίτι με τα μωρά)...
Εμείς είμαστε Βαλκάνιοι κι αν κάτι θα είχαμε να υποστηρίξουμε ως μοντέλο, θα ήταν αυτό που είναι γραμμένο στο DNA μας. Για αυτό ακριβώς εκνευρίζομαι με τους απέξω και με τους μέσα μερικές φορές όταν δεν δείχνουν το σέβας που έχουν υποχρέωση να εκφράζουν.
Γονυπετείς, δηλαδή και με ταπεινότητα. Και δεν είναι ότι δεν μας γουστάρουν ή ότι δεν τους λέει η χώρα μας. Είναι το αιώνιο κόμπλεξ που θα νιώθουν πάντα οι χθεσινοί για αυτούς που τους φωτίσανε. Έτσι η Kατρίν, δημοσιογράφος εκ Παρισίων, πρώην γκόμενα του κολλητού μου, διαμένουσα εν Ελλάδι, πίνοντας τη φραπεδιά της κάτω από μουριά στην Πλάκα, ακουμπώντας τα ποδαράκια της σε δυο καρέκλες και τα χεράκια της σε άλλες δυο, έβριζε με τα σπαστά ελληνικά της την Ελλάδα και τους Έλληνες. Τα καμάκια, τους σερβιτόρους, τους ταξιτζήδες, τον Παπανδρέου για τη Mιμή, τις συνήθειές μας, εμένα, τον γκόμενό της, και έχουν περάσει από τότε 10 χρόνια και ακόμη ζει και δουλεύει στην Αθήνα. Στη χώρα της δεν θα τόλμαγε να απλώσει την ποδάρα στην καρέκλα και τον καφέ της δεν θα τσακιζόντουσαν να της τον κεράσουν. Στη χώρα της ο Γάλλος είναι Γάλλος κι ο Ξένος είναι Ξένος! Όταν οι Ευρωπαίοι κοιμούνται κι ονειρεύονται τις καλοκαιρινές τους διακοπές στην Ελλάδα, εμείς αναστενάζουμε πάνω σε τραπέζια, έχουμε κυκλοφοριακό στις 4 το ξημέρωμα στην παραλιακή, παρκάρουμε μες στη μέση στην Ομόνοια για να πάρουμε εφημερίδες, πλακωνόμαστε στα φιλιά κι αν τύχει (όχι σπάνια) πλακωνόμαστε και στις σφαλιάρες μεταξύ μας.
Όλοι μας θέλουμε να είμαστε πρωθυπουργοί, γιατί εκτός από τη δόξα θα βάζαμε και τάξη σ' αυτόν τον τόπο κι όλοι μας έχουμε άποψη για όλα. Πουθενά στον κόσμο δεν βγαίνουν στους δρόμους οι γαύροι για να πανηγυρίσουν που έχασε ο ΠΑΟ από τον Aγιαξ, και δυο γειτονιές παραπέρα να πανηγυρίζουν οι Παναθηναϊκοί που έχασαν μεν, αλλά έφτασαν πολύ κοντά στη νίκη δε. Εκτός όλων αυτών των αρετών, πίνουμε, καπνίζουμε τα φουγάρα της Ευρώπης, βρίζουμε και ζούμε και παραπάνω από όλους τους Ευρωπαίους. Θεοί; Θεοί.
Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις σ' όλο τον κόσμο, βρίσκεις από κάτω Ελληνάρα, ο οποίος διαπρέπει κιόλας σ' αυτή τη χώρα που ξέπεσε. Δεν ξέρω αν φταίει το κύτταρό μας, αλλά αυτόν ακριβώς που διαπρέπει τον φθονούμε, σπανίως τον στηρίζουμε εκτός κι αν έχει γίνει μακαρίτης και συνήθως πριν διαπρέψει έξω, εδώ τον έχουμε πετροβολήσει.
Στα μεγαλύτερα ινστιτούτα ερευνών, στα πανεπιστήμια, στα καζίνα, ακόμα και στις φυλακές, οι καλύτερες μούρες που κάνουν καριέρα είναι ελληνικές. Για αυτό γουστάρω που είμαι Έλληνας και Βαλκάνιος, που λιάζομαι στο Αιγαίο, που κλαίω με τον Πύρρο Δήμα, που γελάω με τον Χατζηχρήστο στον Ηλία Του 16ου (fake μπάτσος που από τσιλιαδόρος γίνεται εξουσία), με την καφετζού Βασιλειάδου. Γουστάρω τις ΔΕΛΤΑ στις γειτονιές που εκτός από τοματάκι ΚΥΚΝΟΣ, ρίχνεις και μια πολιτική ανάλυση. Γουστάρω τα θερινά τα σινεμά, γουστάρω που έχουμε τα χιλιάδες μπαρ, κλαμπ, ταβέρνες, σουβλατζίδικα (συνήθως τα λένε Τ' ΑΓΡΑΦΑ), γουστάρω που έχουμε ταξιτζήδες με πτυχίο αρχιτέκτονα, που ακόμα κουτσομπολεύουμε, που έχουμε τέλεια φέτα.
Γουστάρω ούζα στο Πλωμάρι στη Μυτιλήνη, ρακιά και Ψαραντώνη στα Ανώγεια, τις πίπιζες στο πανηγύρι του Συμιού στο Μεσολόγγι και γουστάρω που στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλικάρια. Γουστάρω τον φαντάρο στην Ευδοκία, που χορεύει ζεϊμπέκικο, γουστάρω τον ψαρά στ' ανοιχτά της Καλύμνου, γουστάρω που είμαι από την ίδια χώρα με τον Ελύτη, που πάνε κι έρχονται τα κεράσματα στο σύστριγκλο που γίνεται τις νύχτες, γουστάρω τον Καζαντζίδη και τον Δαμιανό, γουστάρω που ψηφίζω συνήθως λάθος και που είμαι στη μέση, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση και στη γυναίκα μου και τη μαμά μου. Γενικά, γουστάρω πολύ που είμαι Έλληνας και Βαλκάνιος.
Κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει !!! Μέρος ΔεύτεροΤην εποχή που η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της χούντας, οι ελβιελοφορεμένοι πολίτες της δεν άργησαν να αναγάγουν σε αντικείμενα κοινωνικής καταξίωσης (ίσως και λατρείας) οτιδήποτε έγραφε Adidas, Nike ή Polo στην ούγια.
Προηγήθηκαν τα Lacoste και τα Fred Perry, ακολούθησαν τα Timberland, τα Sebago και όχι μόνο. Τα φανφαρώδη "Ζήτω η Ελλάς", παραγγελιά των πραξικοπηματίων, ξέφτισαν πρόωρα στην συνείδηση του Έλληνα και πετάχτηκαν στην σκοτεινότερη γωνιά του πλυσταριού, δίπλα σε ένα ή δυο καταταλαιπωρημένα ζευγάρια Zita Hellas. Ήρθε, για να μείνει, η φιλελεύθερη εποχή της Coca Cola και του hamburger, της disco, του rock club και του roof garden, του thanks, του ok και του sorry.
Οτιδήποτε ξενικό (κατά προτίμηση αμερικάνικο) ήταν in, ήταν must. Ακόμη και στον προφορικό λόγο (από τις φωτεινότερες και ανθεκτικότερες στον χρόνο εξαιρέσεις, ο "μαλ...ς"). Η απέλπιδα κυβερνητική καμπάνια του "ΕΠΙΜΕΝΕΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ" (για όσους την θυμούνται) με σήμα κατατεθέν τα... αστικά λεωφορεία, απέτυχε παταγωδώς. Υπήρχε οικογένεια που μπορούσε να σπουδάσει τα παιδιά της στο εξωτερικό και δεν το έκανε;
Άλλωστε, οι -επιμένοντες ελληνικά- τότε κυβερνήτες μας, σε ξένες χώρες είχαν σπουδάσει. Το ίδιο και τα παιδιά τους που μας κυβερνάνε σήμερα Έτσι με μεγάλωσαν εμένα: μέσα από τη πόρτα του σχολείου να τιμώ τους προγόνους μου κι έξω από αυτήν να δοξάζω τους ξένους.
Όχι όλους, μόνο τους δυνατούς και οικονομικά εύρωστους και κυρίως τους Αμερικάνους. Και όπως οι περισσότεροι συνομήλικοί μου, για μεγάλο διάστημα προτιμούσα το δεύτερο «Αφού θα σπουδάσεις σε καπιταλιστική χώρα, ποιος ο λόγος να μην το κάνεις στο κατεξοχήν τους πρότυπο, την Αμερική;» Αδιάσειστο επιχείρημα οικογενειακής φίλης, σπουδαγμένης στο Columbia, στους ενδοιασμούς μου αν ήθελα να σπουδάσω στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Αμερική (το θέμα των Πανελληνίων Εξετάσεων με την "αρωγή" και την "ευδοκίμηση" ακόμα μνημονεύεται στα φροντιστήρια, εγώ έτυχε να το γνωρίσω από πρώτο χέρι).
Τελικά αποφάσισα την λύση της πάπιας: να κολυμπήσω πρώτα στα ρηχά, πηγαίνοντας σε ένα από τα ανθίζοντα εκείνη την εποχή αμερικάνικα κολέγια, και μετά να δοκιμάσω στα βαθιά, να αναχωρήσω δηλαδή για την "γη της επαγγελίας", την φοβερή και τρομερή Αμερική. Έτσι κι έκανα Steve: Where are you from?Spiros: Greece.Steve: Oh yes, Greece. that island in the Mediterranean Sea, right? Yes, yes. the one you also call Mykonos, right? Sharon: Where are you from?Spiros: Greece.Sharon: Yes, I knew it! Welcome to the States. You know, I always liked guys from the Middle East.
Συνειρμικά (όχι όμως και υπεραπλουστευτικά, αφού ατύχησα να έχω εκατοντάδες παρόμοιες στιχομυθίες όσο διάστημα έζησα στο. πρότυπο του καπιταλισμού), μέχρι τα 20 μου με μάθαιναν να θαυμάζω (ακόμα και να φοβάμαι) έναν λαό του οποίου τα συνομήλικα παιδιά νομίζουν ότι η Ακρόπολη βρίσκεται στην Μέση Ανατολή και ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν καπετάνιος. Δώδεκα χρόνια μετά, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, το Μεγάλο Μήλο σπαράζει ξεφλουδισμένο για τον χαμό των πρωτότοκων διδύμων του. Όλοι μιλάνε για απομυθοποίηση της Αμερικής. Σχεδόν όλοι, ανάμεσα στις εξαιρέσεις κι εγώ (φαντάζομαι και αρκετοί ακόμα σαν κι εμένα). Όχι, εγώ δεν απομυθοποίησα την Αμερική στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Άρχισα να το κάνω στις 11 Σεπτεμβρίου 1988 και το ολοκλήρωσα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1990.
Χρειάστηκε να περάσουν δυο χρόνια για να πιστοποιήσω ό,τι κατάλαβαν οι υπόλοιποι μέσα σε μισή ώρα. και έντεκα χρόνια αργότερα. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα ξαναπήγαινα να σπουδάσω στην Αμερική; Φυσικά ναι. Ουδέποτε υποστήριξα ότι δεν αγάπησα την Αμερική, μόνο ότι την απομυθοποίησα Αγάπησα την Αμερική, ψεύτης δεν είμαι.
Εκείνη όχι. Με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή, με σεβάστηκε ως πολίτη, μου εξασφάλισε εξαρχής ως φοιτητή ζηλευτό εξοπλισμό, εκπαιδευτικό προσωπικό και περιβάλλον, ανέχτηκε πρόθυμα την βαριά μου προφορά, δεν με ξεχώρισε ποτέ για την καταγωγή μου, αναγνώρισε αμέσως όλα μου τα δικαιώματα, με έμαθε να εμπιστεύομαι το κράτος και τους συμπολίτες μου. Δεν με αγάπησε όμως, απλά μου πρόσφερε ό,τι μπορούσα να πληρώσω, αφήνοντας μου πάντα την αίσθηση του δικαίου και της ισονομίας.
Εξάλλου, ποτέ δεν μου υποσχέθηκε ότι θα με αγαπήσει. Ήταν εξαρχής ειλικρινής, ξεκαθαρίζοντας μου ότι η σχέση μας εξαρτάται πρώτα και πάνω από όλα από τις οικονομικές μας συναλλαγές. Ήταν συνεπής. Εγώ πάλι, κατά καιρούς την μίσησα την Αμερική, την συμπάθησα, την χλεύασα, την αναγνώρισα, την σεβάστηκα, την κορόιδεψα και τελικά την αγάπησα.
Πρώτα την απομυθοποίησα και μετά την αγάπησα. Και έφυγα. Αγάπησα την Αμερική για έναν κυρίως λόγο: γιατί με έκανε πιο Έλληνα! Με έκανε τόσο πιο Έλληνα που δεν άντεξα άλλο κοντά της. Εκεί χόρεψα το πρώτο μου ζεμπέκικο, εκεί δημιούργησα την πρώτη μου ελληνική συλλογή δίσκων, εκεί λαχτάρισα τις ρίζες και τις παραδόσεις μου, εκεί απαίτησα και πέτυχα την καθαρότητα της γλώσσας μου, εκεί εκτίμησα το χιούμορ των ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών, την καλοκάγαθη (ακόμα και κουτοπόνηρη) ζεστασιά των ελληνικών χωριών, την ομορφιά των Ελληνίδων, την ντομπροσύνη των Ελλήνων, εκεί λαχτάρησα την ελληνική φύση, την πνευματικότητα του Ηρωδείου και της Ακρόπολης, την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μου.
Στην Αμερική πιστοποίησα, αποδέχτηκα και ενίσχυσα την ελληνικότητά μου! Τα ελληνικά μου ήθη και έθιμα, η γλώσσα μου, οι παραδόσεις μου και οι πρόγονοί μου ήταν (και είναι) αυτά που με ξεχώριζαν ως οντότητα, ως προσωπικότητα, ως άνθρωπο μέσα σε όλο εκείνο το πολυεθνικό μωσαϊκό που ζει στην Αμερική. Και όχι μόνο δεν αποποιούμαι τα χαρακτηριστικά της φυλής μου (ελαττώματα για άλλες φυλές), αλλά τα ενισχύω κιόλας. Δεν θα απορροφηθώ από κανέναν, θα ξεχωρίζω πάντα ως Έλληνας.Η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν συνεπής απέναντί μου. Ούτε είναι.
Ίσως μάλιστα να μην με αγάπησε ποτέ της ούτε κι αυτή, όπως ακριβώς και η Αμερική. Ειρωνικό δεν είναι; Η καθεμία τους προσπάθησε να με κάνει να αγαπήσω την άλλη, χωρίς όμως καμιά τους να αγαπήσει εμένα.
Μέχρι να πεθάνω θα τρώω φέτα, λάδι, κοκορέτσι και σπληνάντερο, θα καπνίζω σαν φουγάρο, θα γουστάρω γκόμενες με πιασίματα (ας πηδήξουν οι άλλοι τα κόκαλα), θα θεωρώ την φασίνα του σπιτιού γυναικεία δουλειά και του αυτοκινήτου αντρική, θα βλέπω μπάλα και θα σιχαίνομαι το baseball, θα βγάζω έξω και θα πληρώνω τη γυναίκα μου και θα απαιτώ να μου μαγειρεύει (και στους φίλους μου) όταν μένουμε μέσα, θα πηγαίνω για ούζα όταν οι άλλοι πάνε γυμναστήριο, θα πλακώνω όποιον μου βρίσει την μάνα, θα τραπεζώνω 20 νοματαίους στην γιορτή και τα γενέθλιά μου, θα πηγαίνω και στα μπουζούκια και στο Ηρώδειο, με κάποιο μαγικό τρόπο θα χαλάω περισσότερα λεφτά από όσα βγάζω, θα δουλεύω άλλοτε 18 ώρες κι άλλοτε καθόλου, θα πηγαίνω φαντάρος και θα ψηφίζω γιατί έτσι πρέπει κι όχι όποτε κάνω κέφι, γενικώς δεν θα χωνεύω τους Τούρκους, θα θεωρώ άσχετους τους Αμερικάνους, φασίστες τους Γερμανούς και αδερφές τους Άγγλους, δεν θα προδώσω τον καλύτερα μου φίλο αν δεν με προδώσει πρώτος εκείνος, θα στείλω μπουρδελότσαρκα το γιο μου πριν κλείσει τα 16 και θα κόψω τα πόδια της κόρης μου αν πηδηχτεί στα 16 (εννοείται θα τους στείλω και τους δυο στο εξωτερικό για σπουδές), θα πασχίσω για την υστεροφημία μου αλλά και για το καλό μου όνομα στην γειτονιά, αν χρειαστεί θα πάρω στο σπίτι μου την μάνα μου όπως και την πεθερά μου, θα βρίζω τους πολιτικούς μέχρι να τους ξαναψηφίσω, θα θέλω να αναγράφεται η θρησκεία μου στην ταυτότητά μου και όσο και να με βομβαρδίζουν, θα ακούω λαϊκά έστω και με ποπ επιμειξιες...
Ένας λαός που πεινάει (θεωρητικά), αλλά το καλοκαίρι μένει στο πολυτελές ξενοδοχείο, στη διπλανή σουίτα με τον Άγγλο που έκανε οικονομίες όλο τον χρόνο για να έρθει διακοπές εδώ που είναι καλά και φτηνά. Και του παίρνουμε και την γκόμενα και τον σπάμε και στο ξύλο, άμα ζητήσει τα ρέστα του, και τον στήνουμε και στο αεροδρόμιο μερικές μέρες, για να εμπεδώσει τη δύναμη του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, που διεκδικεί περισσότερα λεφτά και λιγότερη δουλειά. Η Ευρώπη θέλει να βάλει την Ελλάδα στο ένα της παπούτσι, αλλά το πιο πιθανό είναι να καταλήξει η ίδια να περπατάει ξυπόλητη.
Ποιος άλλος λαός έβγαλε ποτέ άσμα, με ενδεικτικούς για την ψυχολογία της βαριεστιμάρας στίχους: Θα πουλήσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι; Που αν το πεις αυτό σε Γερμανό θα πέσει κάτω λιπόθυμος και θα κάνεις ένα μικρό Παγκόσμιο για να τον συνεκφέρεις.
Τη ρεμαλοσύνη μην την κλαις. Αλλά, ναι, να τη φοβάσαι, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου ξημερώσει.
Τα ρεμάλια είναι παντοτινά κι εμείς χρόνια τώρα επιβιώνουμε ως έθνος χάρη στην τσαχπινιά και τη ρεμάλια μας Ο Έλληνας έχει την ψυχολογία του αμετανόητου ρεμαλιού γραμμένη στο DNA του (επιστροφές δεν γίνονται δεκτές).
Εγωιστές, καλοπερασάκηδες, ζεμανφουτίστες, τεμπέληδες, άστατοι, απρόβλεπτοι , τσαμπουκάδες, αιώνια ανώριμοι Και παρόλα αυτά γοητευτικοί. Μια χώρα φτωχή, που τα παίρνει από τους πλούσιους συγγενείς της, για να πληρώσει τα βερεσέδια στον μπακάλη και καταλήγει να τρώει στα μπουζούκια τους λογαριασμούς Δ.E.H., O.T.E. και EYΔAΠ, για τα μάτια τής απέναντι ξανθιάς (τις μελαχρινές, ως γνωστόν, τις παντρεύονται, οπότε περιμένουν στο σπίτι με τα μωρά)...
Εμείς είμαστε Βαλκάνιοι κι αν κάτι θα είχαμε να υποστηρίξουμε ως μοντέλο, θα ήταν αυτό που είναι γραμμένο στο DNA μας. Για αυτό ακριβώς εκνευρίζομαι με τους απέξω και με τους μέσα μερικές φορές όταν δεν δείχνουν το σέβας που έχουν υποχρέωση να εκφράζουν.
Γονυπετείς, δηλαδή και με ταπεινότητα. Και δεν είναι ότι δεν μας γουστάρουν ή ότι δεν τους λέει η χώρα μας. Είναι το αιώνιο κόμπλεξ που θα νιώθουν πάντα οι χθεσινοί για αυτούς που τους φωτίσανε. Έτσι η Kατρίν, δημοσιογράφος εκ Παρισίων, πρώην γκόμενα του κολλητού μου, διαμένουσα εν Ελλάδι, πίνοντας τη φραπεδιά της κάτω από μουριά στην Πλάκα, ακουμπώντας τα ποδαράκια της σε δυο καρέκλες και τα χεράκια της σε άλλες δυο, έβριζε με τα σπαστά ελληνικά της την Ελλάδα και τους Έλληνες. Τα καμάκια, τους σερβιτόρους, τους ταξιτζήδες, τον Παπανδρέου για τη Mιμή, τις συνήθειές μας, εμένα, τον γκόμενό της, και έχουν περάσει από τότε 10 χρόνια και ακόμη ζει και δουλεύει στην Αθήνα. Στη χώρα της δεν θα τόλμαγε να απλώσει την ποδάρα στην καρέκλα και τον καφέ της δεν θα τσακιζόντουσαν να της τον κεράσουν. Στη χώρα της ο Γάλλος είναι Γάλλος κι ο Ξένος είναι Ξένος! Όταν οι Ευρωπαίοι κοιμούνται κι ονειρεύονται τις καλοκαιρινές τους διακοπές στην Ελλάδα, εμείς αναστενάζουμε πάνω σε τραπέζια, έχουμε κυκλοφοριακό στις 4 το ξημέρωμα στην παραλιακή, παρκάρουμε μες στη μέση στην Ομόνοια για να πάρουμε εφημερίδες, πλακωνόμαστε στα φιλιά κι αν τύχει (όχι σπάνια) πλακωνόμαστε και στις σφαλιάρες μεταξύ μας.
Όλοι μας θέλουμε να είμαστε πρωθυπουργοί, γιατί εκτός από τη δόξα θα βάζαμε και τάξη σ' αυτόν τον τόπο κι όλοι μας έχουμε άποψη για όλα. Πουθενά στον κόσμο δεν βγαίνουν στους δρόμους οι γαύροι για να πανηγυρίσουν που έχασε ο ΠΑΟ από τον Aγιαξ, και δυο γειτονιές παραπέρα να πανηγυρίζουν οι Παναθηναϊκοί που έχασαν μεν, αλλά έφτασαν πολύ κοντά στη νίκη δε. Εκτός όλων αυτών των αρετών, πίνουμε, καπνίζουμε τα φουγάρα της Ευρώπης, βρίζουμε και ζούμε και παραπάνω από όλους τους Ευρωπαίους. Θεοί; Θεοί.
Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις σ' όλο τον κόσμο, βρίσκεις από κάτω Ελληνάρα, ο οποίος διαπρέπει κιόλας σ' αυτή τη χώρα που ξέπεσε. Δεν ξέρω αν φταίει το κύτταρό μας, αλλά αυτόν ακριβώς που διαπρέπει τον φθονούμε, σπανίως τον στηρίζουμε εκτός κι αν έχει γίνει μακαρίτης και συνήθως πριν διαπρέψει έξω, εδώ τον έχουμε πετροβολήσει.
Στα μεγαλύτερα ινστιτούτα ερευνών, στα πανεπιστήμια, στα καζίνα, ακόμα και στις φυλακές, οι καλύτερες μούρες που κάνουν καριέρα είναι ελληνικές. Για αυτό γουστάρω που είμαι Έλληνας και Βαλκάνιος, που λιάζομαι στο Αιγαίο, που κλαίω με τον Πύρρο Δήμα, που γελάω με τον Χατζηχρήστο στον Ηλία Του 16ου (fake μπάτσος που από τσιλιαδόρος γίνεται εξουσία), με την καφετζού Βασιλειάδου. Γουστάρω τις ΔΕΛΤΑ στις γειτονιές που εκτός από τοματάκι ΚΥΚΝΟΣ, ρίχνεις και μια πολιτική ανάλυση. Γουστάρω τα θερινά τα σινεμά, γουστάρω που έχουμε τα χιλιάδες μπαρ, κλαμπ, ταβέρνες, σουβλατζίδικα (συνήθως τα λένε Τ' ΑΓΡΑΦΑ), γουστάρω που έχουμε ταξιτζήδες με πτυχίο αρχιτέκτονα, που ακόμα κουτσομπολεύουμε, που έχουμε τέλεια φέτα.
Γουστάρω ούζα στο Πλωμάρι στη Μυτιλήνη, ρακιά και Ψαραντώνη στα Ανώγεια, τις πίπιζες στο πανηγύρι του Συμιού στο Μεσολόγγι και γουστάρω που στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλικάρια. Γουστάρω τον φαντάρο στην Ευδοκία, που χορεύει ζεϊμπέκικο, γουστάρω τον ψαρά στ' ανοιχτά της Καλύμνου, γουστάρω που είμαι από την ίδια χώρα με τον Ελύτη, που πάνε κι έρχονται τα κεράσματα στο σύστριγκλο που γίνεται τις νύχτες, γουστάρω τον Καζαντζίδη και τον Δαμιανό, γουστάρω που ψηφίζω συνήθως λάθος και που είμαι στη μέση, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση και στη γυναίκα μου και τη μαμά μου. Γενικά, γουστάρω πολύ που είμαι Έλληνας και Βαλκάνιος.
Κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει !!! Μέρος ΔεύτεροΤην εποχή που η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της χούντας, οι ελβιελοφορεμένοι πολίτες της δεν άργησαν να αναγάγουν σε αντικείμενα κοινωνικής καταξίωσης (ίσως και λατρείας) οτιδήποτε έγραφε Adidas, Nike ή Polo στην ούγια.
Προηγήθηκαν τα Lacoste και τα Fred Perry, ακολούθησαν τα Timberland, τα Sebago και όχι μόνο. Τα φανφαρώδη "Ζήτω η Ελλάς", παραγγελιά των πραξικοπηματίων, ξέφτισαν πρόωρα στην συνείδηση του Έλληνα και πετάχτηκαν στην σκοτεινότερη γωνιά του πλυσταριού, δίπλα σε ένα ή δυο καταταλαιπωρημένα ζευγάρια Zita Hellas. Ήρθε, για να μείνει, η φιλελεύθερη εποχή της Coca Cola και του hamburger, της disco, του rock club και του roof garden, του thanks, του ok και του sorry.
Οτιδήποτε ξενικό (κατά προτίμηση αμερικάνικο) ήταν in, ήταν must. Ακόμη και στον προφορικό λόγο (από τις φωτεινότερες και ανθεκτικότερες στον χρόνο εξαιρέσεις, ο "μαλ...ς"). Η απέλπιδα κυβερνητική καμπάνια του "ΕΠΙΜΕΝΕΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ" (για όσους την θυμούνται) με σήμα κατατεθέν τα... αστικά λεωφορεία, απέτυχε παταγωδώς. Υπήρχε οικογένεια που μπορούσε να σπουδάσει τα παιδιά της στο εξωτερικό και δεν το έκανε;
Άλλωστε, οι -επιμένοντες ελληνικά- τότε κυβερνήτες μας, σε ξένες χώρες είχαν σπουδάσει. Το ίδιο και τα παιδιά τους που μας κυβερνάνε σήμερα Έτσι με μεγάλωσαν εμένα: μέσα από τη πόρτα του σχολείου να τιμώ τους προγόνους μου κι έξω από αυτήν να δοξάζω τους ξένους.
Όχι όλους, μόνο τους δυνατούς και οικονομικά εύρωστους και κυρίως τους Αμερικάνους. Και όπως οι περισσότεροι συνομήλικοί μου, για μεγάλο διάστημα προτιμούσα το δεύτερο «Αφού θα σπουδάσεις σε καπιταλιστική χώρα, ποιος ο λόγος να μην το κάνεις στο κατεξοχήν τους πρότυπο, την Αμερική;» Αδιάσειστο επιχείρημα οικογενειακής φίλης, σπουδαγμένης στο Columbia, στους ενδοιασμούς μου αν ήθελα να σπουδάσω στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Αμερική (το θέμα των Πανελληνίων Εξετάσεων με την "αρωγή" και την "ευδοκίμηση" ακόμα μνημονεύεται στα φροντιστήρια, εγώ έτυχε να το γνωρίσω από πρώτο χέρι).
Τελικά αποφάσισα την λύση της πάπιας: να κολυμπήσω πρώτα στα ρηχά, πηγαίνοντας σε ένα από τα ανθίζοντα εκείνη την εποχή αμερικάνικα κολέγια, και μετά να δοκιμάσω στα βαθιά, να αναχωρήσω δηλαδή για την "γη της επαγγελίας", την φοβερή και τρομερή Αμερική. Έτσι κι έκανα Steve: Where are you from?Spiros: Greece.Steve: Oh yes, Greece. that island in the Mediterranean Sea, right? Yes, yes. the one you also call Mykonos, right? Sharon: Where are you from?Spiros: Greece.Sharon: Yes, I knew it! Welcome to the States. You know, I always liked guys from the Middle East.
Συνειρμικά (όχι όμως και υπεραπλουστευτικά, αφού ατύχησα να έχω εκατοντάδες παρόμοιες στιχομυθίες όσο διάστημα έζησα στο. πρότυπο του καπιταλισμού), μέχρι τα 20 μου με μάθαιναν να θαυμάζω (ακόμα και να φοβάμαι) έναν λαό του οποίου τα συνομήλικα παιδιά νομίζουν ότι η Ακρόπολη βρίσκεται στην Μέση Ανατολή και ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν καπετάνιος. Δώδεκα χρόνια μετά, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, το Μεγάλο Μήλο σπαράζει ξεφλουδισμένο για τον χαμό των πρωτότοκων διδύμων του. Όλοι μιλάνε για απομυθοποίηση της Αμερικής. Σχεδόν όλοι, ανάμεσα στις εξαιρέσεις κι εγώ (φαντάζομαι και αρκετοί ακόμα σαν κι εμένα). Όχι, εγώ δεν απομυθοποίησα την Αμερική στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Άρχισα να το κάνω στις 11 Σεπτεμβρίου 1988 και το ολοκλήρωσα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1990.
Χρειάστηκε να περάσουν δυο χρόνια για να πιστοποιήσω ό,τι κατάλαβαν οι υπόλοιποι μέσα σε μισή ώρα. και έντεκα χρόνια αργότερα. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα ξαναπήγαινα να σπουδάσω στην Αμερική; Φυσικά ναι. Ουδέποτε υποστήριξα ότι δεν αγάπησα την Αμερική, μόνο ότι την απομυθοποίησα Αγάπησα την Αμερική, ψεύτης δεν είμαι.
Εκείνη όχι. Με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή, με σεβάστηκε ως πολίτη, μου εξασφάλισε εξαρχής ως φοιτητή ζηλευτό εξοπλισμό, εκπαιδευτικό προσωπικό και περιβάλλον, ανέχτηκε πρόθυμα την βαριά μου προφορά, δεν με ξεχώρισε ποτέ για την καταγωγή μου, αναγνώρισε αμέσως όλα μου τα δικαιώματα, με έμαθε να εμπιστεύομαι το κράτος και τους συμπολίτες μου. Δεν με αγάπησε όμως, απλά μου πρόσφερε ό,τι μπορούσα να πληρώσω, αφήνοντας μου πάντα την αίσθηση του δικαίου και της ισονομίας.
Εξάλλου, ποτέ δεν μου υποσχέθηκε ότι θα με αγαπήσει. Ήταν εξαρχής ειλικρινής, ξεκαθαρίζοντας μου ότι η σχέση μας εξαρτάται πρώτα και πάνω από όλα από τις οικονομικές μας συναλλαγές. Ήταν συνεπής. Εγώ πάλι, κατά καιρούς την μίσησα την Αμερική, την συμπάθησα, την χλεύασα, την αναγνώρισα, την σεβάστηκα, την κορόιδεψα και τελικά την αγάπησα.
Πρώτα την απομυθοποίησα και μετά την αγάπησα. Και έφυγα. Αγάπησα την Αμερική για έναν κυρίως λόγο: γιατί με έκανε πιο Έλληνα! Με έκανε τόσο πιο Έλληνα που δεν άντεξα άλλο κοντά της. Εκεί χόρεψα το πρώτο μου ζεμπέκικο, εκεί δημιούργησα την πρώτη μου ελληνική συλλογή δίσκων, εκεί λαχτάρισα τις ρίζες και τις παραδόσεις μου, εκεί απαίτησα και πέτυχα την καθαρότητα της γλώσσας μου, εκεί εκτίμησα το χιούμορ των ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών, την καλοκάγαθη (ακόμα και κουτοπόνηρη) ζεστασιά των ελληνικών χωριών, την ομορφιά των Ελληνίδων, την ντομπροσύνη των Ελλήνων, εκεί λαχτάρησα την ελληνική φύση, την πνευματικότητα του Ηρωδείου και της Ακρόπολης, την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μου.
Στην Αμερική πιστοποίησα, αποδέχτηκα και ενίσχυσα την ελληνικότητά μου! Τα ελληνικά μου ήθη και έθιμα, η γλώσσα μου, οι παραδόσεις μου και οι πρόγονοί μου ήταν (και είναι) αυτά που με ξεχώριζαν ως οντότητα, ως προσωπικότητα, ως άνθρωπο μέσα σε όλο εκείνο το πολυεθνικό μωσαϊκό που ζει στην Αμερική. Και όχι μόνο δεν αποποιούμαι τα χαρακτηριστικά της φυλής μου (ελαττώματα για άλλες φυλές), αλλά τα ενισχύω κιόλας. Δεν θα απορροφηθώ από κανέναν, θα ξεχωρίζω πάντα ως Έλληνας.Η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν συνεπής απέναντί μου. Ούτε είναι.
Ίσως μάλιστα να μην με αγάπησε ποτέ της ούτε κι αυτή, όπως ακριβώς και η Αμερική. Ειρωνικό δεν είναι; Η καθεμία τους προσπάθησε να με κάνει να αγαπήσω την άλλη, χωρίς όμως καμιά τους να αγαπήσει εμένα.
Μέχρι να πεθάνω θα τρώω φέτα, λάδι, κοκορέτσι και σπληνάντερο, θα καπνίζω σαν φουγάρο, θα γουστάρω γκόμενες με πιασίματα (ας πηδήξουν οι άλλοι τα κόκαλα), θα θεωρώ την φασίνα του σπιτιού γυναικεία δουλειά και του αυτοκινήτου αντρική, θα βλέπω μπάλα και θα σιχαίνομαι το baseball, θα βγάζω έξω και θα πληρώνω τη γυναίκα μου και θα απαιτώ να μου μαγειρεύει (και στους φίλους μου) όταν μένουμε μέσα, θα πηγαίνω για ούζα όταν οι άλλοι πάνε γυμναστήριο, θα πλακώνω όποιον μου βρίσει την μάνα, θα τραπεζώνω 20 νοματαίους στην γιορτή και τα γενέθλιά μου, θα πηγαίνω και στα μπουζούκια και στο Ηρώδειο, με κάποιο μαγικό τρόπο θα χαλάω περισσότερα λεφτά από όσα βγάζω, θα δουλεύω άλλοτε 18 ώρες κι άλλοτε καθόλου, θα πηγαίνω φαντάρος και θα ψηφίζω γιατί έτσι πρέπει κι όχι όποτε κάνω κέφι, γενικώς δεν θα χωνεύω τους Τούρκους, θα θεωρώ άσχετους τους Αμερικάνους, φασίστες τους Γερμανούς και αδερφές τους Άγγλους, δεν θα προδώσω τον καλύτερα μου φίλο αν δεν με προδώσει πρώτος εκείνος, θα στείλω μπουρδελότσαρκα το γιο μου πριν κλείσει τα 16 και θα κόψω τα πόδια της κόρης μου αν πηδηχτεί στα 16 (εννοείται θα τους στείλω και τους δυο στο εξωτερικό για σπουδές), θα πασχίσω για την υστεροφημία μου αλλά και για το καλό μου όνομα στην γειτονιά, αν χρειαστεί θα πάρω στο σπίτι μου την μάνα μου όπως και την πεθερά μου, θα βρίζω τους πολιτικούς μέχρι να τους ξαναψηφίσω, θα θέλω να αναγράφεται η θρησκεία μου στην ταυτότητά μου και όσο και να με βομβαρδίζουν, θα ακούω λαϊκά έστω και με ποπ επιμειξιες...
0 Λογομαχιες:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε ότι θέλεις με ευπρέπεια