Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2025

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ part 5

 

Ø  Ηρώτησεν ο Αββάς Λογγίνος τον Αββάν Λούκιον κάποτε τρεις λογισμούς λέγων : Θέλω να υπάγω εις ξένον τόπον του λέγει ο Γέρων. Εάν δεν κρατήσης την γλώσσαν σου, δεν είσαι ξένος, όπου και αν υπάγης και εδώ λοιπόν κράτησε τη γλώσσα σου και ξένος είσαι. Του λέγει πάλιν: Θέλω να νηστεύσω. Απεκρίθη ο Γέρων : Είπεν ο Προφήτης Ησαϊας: Εάν στρίψης τον τράχηλόν ωσάν σιδερένιο βαχιόλι και κρίκον, ούτε έτσι θα ονομασθή νηστεία δεκτή αλλά μάλλον κράτησε τους κακούς λογισμούς. Του λέγει το τρίτον: Θέλω να φύγω μακρυά από τους ανθρώπους.  Ο Γέρων απεκρίθη : Εάν δεν κατορθώσεις αρετήν μαζί με τους ανθρώπους, ούτε καταμόνας ημπορείς να κατορθώσης.

 

Ø  Έλεγαν περί του Αββά Αρσενίου, ότι όταν κάποτε αρρώστησεν εις την Σκήτιν, επήγεν ο ιερεύς και τον έφερεν είς την εκκλησίαν και τον έβαλεν εις χαλί και μικρόν προσκέφαλον εις την κεφαλήν του. Και να ένας γέρων ήλθε να τον επισκεφθή και βλέπων αυτόν εις το χαλί και το προσκέφαλον υποκάτω του, εσκανδαλίσθη και είπεν: Αυτός είναι ο Αρσένιος; Και εις τέτοια ξαπλώνει; Παίρνοντας τον δε ο ιερεύς ιδιαιτέρως του λέγει: Ποια ήτο η εργασία σου εις το χωρίον σου; Ο δε είπε: Βοσκός ήμουν. Πως λοιπόν, λέγει, επερνούσες τον βίον σου; Ο δε είπε: Με πολύν κόπον επερνούσα. Και του λέγει: Τώρα πως περνάς εις το κελλίον; Ο δε είπε: Μάλλον αναπαύομαι. Και του λέγει: Βλέπεις τούτον  τον Αββάν Αρσένιον; Πατέρας βασιλέων ήτο εις τον κόσμον και χίλιοι δούλοι με χρυσάς ζώνας και όπου όλοι εφορούσαν περιδέραια και ολομέταξα του παρεστέκοντο και πολύτιμα στρώματα ήσαν από κάτω του. Συ δε όπου ήσουν βοσκός, δεν είχες εις τον κόσμον την ανάπαυσιν όπου έχεις τώρα και αυτός την πολυτέλειαν όπου είχεν εις τον κόσμον. Εδώ δεν έχει. Να λοιπόν, εσύ αναπαύεσαι, και εκείνος ταλαιπωρείται. Ο δε ως ήκουσεν αυτά εκατανύχθη και έβαλε μετάνοιαν, λέγων: Συγχώρεσε με Αββά, αμάρτησα. Διότι αληθινά αυτός είναι ο αληθινός δρόμος, διότι αυτός είναι ο αληθινός δρόμος, διότι αυτός ήλθεν εις ταπεινότητα, εγώ δε εις ανάπαυσιν και ωφεληθείς ο γέρων ανεχώρησεν.


Ø  Ηρώτησαν τον Αββάν Αγάθωνα: Ποία αρετή είναι, πάτερ, μεταξύ των πνευματικών αγώνων, η οποία έχει περισσότερον κόπον; Τους λέγει: Συγχωρήσατε με, νομίζω ότι δεν είναι άλλος κόπος ωσάν το να προσευχηθή κανείς εις τον Θεόν διότι πάντοτε όταν θέλει ο άνθρωπος να προσευχηθή, θέλουν οι δαίμονες να τον εμποδίσουν. Διότι γνωρίζουν ότι από τίποτε άλλο δεν εμποδίζονται, παρά μόνον από το να προσευχηθή κανείς εις τον Θεόν. Και κάθε αγώνα δε εις τον οποίον καταγίνεται ο άνθρωπος όταν επιμένη εις αυτόν, ευρίσκει ανάπαυσιν. Το δε να προσευχηθή, μέχρι τελευταίας αναπνοής χρειάζεται αγώνα.


Ø  Είπεν ο Αββάς Αγάθων: Ο θυμώδης άνθρωπος και νεκρόν αν αναστήση, δεν είναι δεκτός εις τον Θεόν.


Ø  Έμβηκεν κάποτε ο Αββάς Αγάθων εις την πόλιν δια να πωλήση ολίγα αγγεία, και ευρίσκει ένα λεπρόν πλησίον του δρόμου. Που πηγαίνεις;  Του λέγει ο Αββάς Αγάθων: Εις την πόλιν δια να πωλήσω αγγεία. Του λέγει: Κάμε αγάπην και πάρε με εκεί και τον εσήκωσε και τον μετέφερεν εις την πόλιν. Του λέγει: Εκεί όπου πωλείς τα αγγεία, εκεί βάλε με. Έκαμε έτσι. Και όταν επώλησεν ένα αγγείον, του έλεγεν ο λεπρός: Πόσο το επώλησες αυτό; Και έλεγεν τόσον. Και του έλεγεν. Αγόρασε μου πήτταν και αγόραζε. Και πάλιν επωλούσεν  άλλο αγγείον και έλεγε. Και τούτο πόσα; Και έλεγε. Τόσον. Και του έλεγεν. Αγόρασε μου το τάδε πράγμα. Και του αγόραζε. Μετά λοιπόν όπου επώλησεν όλα τα αγγεία και ήθελε να φύγη, του λέγει ο λεπρός: Πηγαίνεις; Και του λέγει: Ναι. Και λέγει: Κάμε πάλιν αγάπην, και πάρε με όπου με ηύρες. Και τον εσήκωσε και τον έφερεν εις τον τόπον του. και του λέγει. Ευλογημένος είσαι Αγάθων από τον Κύριον εις τον ουρανόν και εις την γην και σηκώσας τους οθφαλμούς του, δεν είδε κανένα διότι ήτο άγγελος Κυρίου ο οποίος ήλθε να τον δοκιμάση.



0 Λογομαχιες:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψε ότι θέλεις με ευπρέπεια