Ατένιζα
τον ωκεανό σε μια μαγευτική παραλία στην Καραϊβική. Η τιρκουάζ θάλασσα λάδι, η
άμμος ολόλευκη, τα δέντρα να πέφτουν μέσα στο νερό χαρίζοντας μια φανταστική σκιά
και το αεράκι νότιζε το πρόσωπο μου. Λίγο πιο κάτω γινόταν ένα ξέφρενο πάρτι.
Ούτε καν πλησίασα. Ένοιωθα αφόρητη
πλήξη. Ανία.
Δύο
πανέμορφες γυναίκες με πλησίασαν προσφέροντας μου φρούτα. Αρνήθηκα χωρίς καν να
τις κοιτάξω. Ευθύς αμέσως με προκάλεσαν σε ερωτικό τρίγωνο και η μία ασχολείτο
με την άλλη.. Δεν έδωσα σημασία. Περπάτησα στην ακτή και ενώ τα είχα όλα,
ένοιωθα το κενό.
Ξαφνικά
έγινε σκοτάδι.
Μαύρη
καταχνιά παντού.
«Όταν
δεν το εκτιμάς, δεν το αξίζεις Ύποπτε» άκουσα μια φωνή πίσω μου και γύρισα
αποσβολωμένος. Ένας νέος ντυμένος ολόλευκα και να λάμπει ολόκληρος. Δεν άρθρωσα
λέξη. «Θα σε πάω κάπου αλλού» είπε. «Θα δεις πολλά και διάφορα. Δεν θα
κινδυνεύσεις αλλά να θυμάσαι. Πουθενά δεν θα πρέπει να σταθείς πάνω από ένα
λεπτό. Θα κουραστείς γιατί θα πρέπει να κινείσαι διαρκώς αλλά πρέπει να τα
δεις».
Και
την ώρα εκείνη 7 άγγελοι που κρατούσαν 7 σάλπιγγες, σχημάτισαν ένα ημικύκλιο
στον ουρανό. Ξεκίνησε ο πρώτος να σαλπίζει και όταν έφτασε να σαλπίσει ο
έβδομος άγγελος την έβδομη σάλπιγγα μεταφέρθηκα σε ένα δρόμο στενό. Τριγύρω μου
βράχια, ο ουρανός νεφελώδης σαν να απειλούσε πως από λεπτό σε λεπτό θα ανοίξει
τον καταρράκτη που θα τους πνίξει όλους και μια πινακίδα. Σκουριασμένη και
ξεθωριασμένη:
ΣΥΡΙΖΑΝ
=> 500m
«Από
δω και πέρα πορεύεσαι μόνος. Δεν θα μπορείς να καθίσεις αλλά να σταθείς για ένα
λεπτό. Αν μείνεις, δεν θα μπορείς να γυρίσεις πίσω. Προσοχή στο κενό». Άκουσα
τη φωνή. Κρύωσα. Συνέχισα σε γοργό βήμα. Το τοπίο τρομακτικό. Παράξενα
λαξευμένοι βράχοι στο δρόμο σαν απολιθωμένα θηρία, καταχνιά και ουρλιαχτά.
Φοβήθηκα αλλά καθησύχασα τον εαυτό μου ότι αφού δεν στεκόμουν, δεν κινδύνευα.
Έφτασα
σε μια πύλη. Δύο τσιμεντένιες κολώνες ξεφτισμένες ώστε να φαίνονται και τα
σκουριασμένα σίδερα που τα είχαν βάλει για ενίσχυση και μια μεταλλική καμάρα
που ήταν θέμα χρόνου να κατεδαφιστεί. ΣΥΡΙΖΑΝ έγραφε στην καμάρα με μαύρη
μπογιά σε σάπιο ξύλο.
Άνοιξα
την πόρτα. Οι τριγμοί με διαπέρασαν. Ανατρίχιασα.
Ερημιά
και καταχνιά.
Κοίταξα
πίσω μου. Είδα θάλασσα. Μαύρη και αγριεμένη. Να πέφτει μανιασμένα στην πύλη
αλλά να μη φτάνει μέσα. Τα κύματα ούρλιαζαν χτυπώντας τα κάγκελα με μανία.
Θυμήθηκα τον κανόνα. Είδα μπροστά μου μια μεγάλη λεωφόρο. Ξεκίνησα αμέσως.
Είδα
3 εκκλησίες. Η μια μεγαλοπρεπής, σε μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική και εξαιρετικό
φωτισμό που την έκανε ακόμα μεγαλύτερη. Δεν είχε καμπαναριό, σταυρό και
εικόνες. Μια τεράστια πινακίδα έγραφε: Α-ΘΕΟΣ. Το «α» ήταν σε κύκλο.
Ακριβώς
απέναντι ήταν δύο μικρές εκκλησίες. Μια ορθόδοξη και μια καθολική. Βρώμικες, λασπωμένες και παρατημένες. Είχαν
όμως κόσμο πολύ. Από την πρώτη εκκλησία, βγήκε ο Αλέξης. Πίσω του ακολουθούσε
μια παρέα και το γενικό πρόσταγμα το
είχαν ο Πάνος και ο Νίκος. Ο Αλέξης πέρασε απέναντι και πήγε να βγάλει
φωτογραφίες με ιερείς και λαϊκούς. Ο κόσμος τον επευφημούσε. Γύρισε πίσω και ο
κόσμος τον ακολούθησε. Ο Νίκος και ο Πάνος έδωσαν εντολή αφού άδειασαν οι
εκκλησίες να γκρεμιστούν. Ο κόσμος δεν κατάλαβε τι συνέβη γιατί θαύμαζε τον
Αλέξη και τη δική του εκκλησία. Όταν κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν ο Αλέξης
χαμογέλασε σαρδόνια. Τότε άκουσα την πρώτη σάλπιγγα. Κατάλαβα πως έπρεπε να
φύγω.
Συνέχισα
το δρόμο μου και είδα κάτι παράξενο. Μια εκτυφλωτική υπερπολυτελής τριώροφη
βίλα. Δίπλα ένα μικρό αγροτόσπιτο που στη μια πλευρά είχε το σύμβολο της ομάδας
Έψιλον. Στην πόρτα της οικίας υπήρχαν ζωγραφισμένοι δύο άγγελοι και από κάτω
από τον έναν έγραφε Νεφελίμ και από τον άλλον έγραφε Ελοχίμ. Λίγο πιο πέρα ήταν
επίσης ένα τεράστιο σπίτι με μια πισίνα 100 μέτρων, μια οθόνη 100 ιντσών και
ένα κότερο επίσης 100 μέτρων. Στην αυλή του έπιναν καφέ η Γιάννα, η Ραχήλ και ο
Λάκης. Τους πλησίασα για να ακούσω τι έλεγαν και τότε κατάλαβα πως ήμουν
αόρατος. Συζητούσαν ζωηρά για τα λαϊκά στρώματα και την ανάπτυξη του λούμπεν
προλεταριάτου. Στον φράκτη πλησίασε μια ομάδα φτωχών, ρακένδυτων, μελαμψών
ανθρώπων που ζητούσαν να φάνε. Μιλούσαν σπαστά ελληνικά και κατάλαβα πως ήταν
ξένοι. Ο Λάκης θυμωμένος τους είπε να πάνε στο κοινωνικό παντοπωλείο και να μην
τους ενοχλούν. Η Γιάννα σκωπτικά τους είπε πως για πειναλέοι πολύ φωνάζουν και
η Ραχήλ έβαζε στοίχημα πως ήταν βαλτοί από τους εχθρούς για να τους χαλάσουν το
υπέροχο απόγευμα τους. Τότε άκουσα τη δεύτερη σάλπιγγα. Κατάλαβα πως έπρεπε να
φύγω.
Πιο
πέρα ήταν γινόταν μια συναυλία με τίτλο «Τραγουδάμε για τη φτωχολογιά και τον
λαό» και τα μικρόφωνα είχαν αναλάβει οι εκατομμυριούχοι
με τις καταθέσεις στο εξωτερικό, κύριοι Τσακαλώτος, Παπαδημούλης, Μπόλαρη,
Τσουκαλάς, Βαλαβάνη και Ζερδελής. Ήταν τόσο φάλτσοι που ούτε καν στάθηκα. Παρατήρησα
πως ο όχλος ήταν τρισευτυχισμένος με αυτή τη χορωδία και απολάμβανε λασπόλουτρα
των οποίων συντονιστής ήταν ο Δραγασάκης. Ο καθένας με τη σειρά του και όταν
κάποιος τον ρώτησε πως καταφέρνει να τη μοιράζει τόσο καλά, του απάντησε πως
όταν γίνει υπουργός θα τους εξηγούσε αναλυτικά.
Λίγο
πιο κάτω ήταν ένα μεγάλο κτίριο βαμμένο με μαύρη μπογιά. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ έγραφε
απέξω. Δεν είχε πόρτα ούτε μάντρα. Είδα κάτι τύπους με κράνη και λοστούς να
μπαίνουν μέσα και να σπάνε. Δεν τους ενόχλησε κανείς. Είδα κάποιους να κρατούν cd με
τις μεγάλες επιτυχίες της λαίδης Άντζελα, του Πανταζή, του Τσαλίκη, της Πέγκυ
Ζήνα και λοιπών τεραστίων καλλιτεχνών να τα απλώνουν προς πώληση. Είδα δύο
περίπτερα κομματικών νεολαιών και αυτοί που ήταν εκεί πρέπει να ήταν άνω των 30
ετών. Κάποια στιγμή άρχισε η μια πλευρά να εκτοξεύει μόλοτοβ στην άλλη. Ένας αστυνομικός
που περνούσε απέξω, πήγε να μπει στη μέση να τους χωρίσει αλλά αυτός, εκτός από
μολότοβ έφαγε και πέτρες και έφυγε τρέχοντας. Είδα τον Φορτσάκη να ρωτάει «μα ποιοι
είστε εσείς κύριοι εδώ μέσα;» και να δέχεται χαστούκια από την Φωτίου, μπουνιές
από τον Αλεξόπουλο και κλωτσιές από τον Μαντά. Αιμόφυρτος έπεσε στο έδαφος.
Μπήκα
μέσα και είδα 4 πτέρυγες. Η μια είχε το σήμα του ευρώ και το όνομα του Σταθάκη.
Η άλλη είχε το παλιό κατοστάρικο αλλά αντί του Καραϊσκάκη είχε προσαρμοσμένη τη
φωτογραφία του Λαφαζάνη. Στην τρίτη ο καθηγητής Μητρόπουλος δίδασκε πως η πρόσληψη
στο δημόσιο με ευρωπαϊκά δανεικά και αγύριστα δημιουργεί ευτυχισμένες κοινωνίες
και στην τέταρτη είχε διάφορους χαριτωμένους ομιλητές. Άλλος αγόρευε υπέρ της μονομερούς διαγραφής
του χρέους, άλλος υπέρ της επιμήκυνσης, άλλος φώναζε για κατάργηση του
μνημονίου και άλλος για καλύτερη διαπραγμάτευση. Κατά ένα παράδοξο τρόπο στο
τέλος όλοι αυτοί συμφωνούσαν μέχρι που κάποιος Λαπαβίτσας ζήτησε το λόγο και
είπε πως το κραχ του Χρηματιστηρίου και η πολιτική που θα ακολουθούσαν θα
έφερνε μεγάλη πείνα αλλά αυτός δεν μίλησε για πολύ. Τον απώθησαν από το βήμα
φωνάζοντας του ότι είναι ο νόθος αδερφός της Κασσάνδρας και ότι δεν είναι
καθαρός αριστερός. Τότε άκουσα την τρίτη
σάλπιγγα. Κατάλαβα πως έπρεπε να φύγω.
Λίγο
πιο κάτω είδα ένα πάρκο με πολλά λουλούδια και δέντρα. Ένα πανό κρεμασμένο στα
δέντρα έγραφε «τουρνουά σκοποβολής ένοπλης πάλης» και στον τελικό όπως ανήγγειλαν
τα μεγάφωνα είχαν φτάσει οι Κουφοντίνας, Μαζιώτης και Διαμαντόπουλος. Διαγωνίζονταν
σε 3 όπλα. Glock
πιστόλι,
Smith and Wesson περίστροφο,
καλάζνικοβ και για στόχους είχαν 3 προτομές. Το κεφάλι του Σωκράτη, του Πλάτωνα
και του Παπαδιαμάντη. Το σκορ το κρατούσε η Ρούπα. Ο νικητής θα έπρεπε να ρίξει
σε έναν αιχμάλωτο αστυνομικό που θα τον
άφηναν να φύγει μήπως σώσει τη ζωή του. Αν κατάφερνε να τον ρίξει έχοντας στη
διάθεση του πέντε σφαίρες, θα κέρδιζε τις εισπράξεις των πέντε τελευταίων τραπεζικών ληστειών. Τότε άκουσα την
τέταρτη σάλπιγγα. Κατάλαβα πως έπρεπε να φύγω.
Σε
λίγο φάνηκε ένα κτίριο μισογκρεμισμένο. Ήταν γεμάτο γκράφιτι τις κακιάς ώρας
και μάλιστα cover
up. Γκράφιτι
στο γκράφιτι δηλαδή. ΔΗΜΟΣΙΟ έγραφε. Μπήκα μέσα και είδα σε ένα γραφείο να
υπάρχουν 26 άτομα. Δεν χώραγαν καν και η αίθουσα βρώμαγε από τα χνώτα τους. Ο καθένας
είχε τον δικό του υπολογιστή και ήταν στο facebook, άλλος στο twitter, άλλος στην πασιέτζα, άλλος
έπαιζε παιχνίδια και όλοι μαζί είχαν ένα χαρτί μπροστά τους και 7 σφραγίδες από
δίπλα. Κάποιος φώναξε «ρε παιδιά να σταματήσουμε λίγο να το σφραγίσουμε το
κωλόχαρτο να φύγει από το τραπέζι να μη μας πιάνει το χώρο; Θα έρθουν οι πίτσες
σε λίγο». Κάποιος του απάντησε με ένα βαριεστημένο «μετά» και οι άλλοι σιωπηρά
συμφώνησαν. Σε κάθε τραπέζι των τεσσάρων θέσεων υπήρχαν πάνω από 20 άτομα. Στον
πρώτο όροφο υπήρχαν γραφεία με πολυτελή διακόσμηση, μπάνιο, κουζίνα, σαλόνι,
πέντε μοντέλες με μπικίνι και σε κάθε ένα από αυτά είδα με χρυσές πινακίδες τα
ονόματα: Φωτόπουλος, Μπαλασόπουλος και μερικών άλλων συνδικαλιστών. Τα ταβάνια
ήταν διακοσμημένα με τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ σε κόκκινο χρώμα και σβαρόφσκι στις άκρες
τους. Κάποιοι απολυμένοι ιδιωτικοί
υπάλληλοι ζητούσαν συμπαράσταση αλλά οι μοντέλες τους έλεγαν πως οι κύριοι
συνδικαλιστές ήταν σε συνεχείς συσκέψεις στο Μόντε Κάρλο για τη σωτηρία της πατρίδας.
Τότε άκουσα την πέμπτη σάλπιγγα. Κατάλαβα πως έπρεπε να φύγω.
Προχώρησα
και είδα ένα κόκκινο κτίριο. Η ΑΥΓΙΑΝΗ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ έγραφε. Θυμήθηκα την θρυλική
Αυριανή αλλά ήταν ένας δικός μου καταχθόνιος συνειρμός. Δίπλα στην πύλη είχε 3
μεγάλες αφίσες. Του Πρετεντέρη, του Γεωργιάδη και μια με το σήμα της Νέριτ. Από
πάνω από τις φωτογραφίες, ένα τεράστιο
κόκκινο Χ. Δίπλα είχε θέσεις και για άλλες που δεν είχαν ακόμα κάποια
φωτογραφία. Κάθε εργαζόμενος είχε την υποχρέωση με το που θα περνάει την πύλη
να φτύνει τους εικονιζόμενους. Το ίδιο και όταν έφευγε. Ακόμα και όταν
πεταγόταν για τσιγάρα από το περίπτερο. Κάποιος που βιαζόταν και το ξέχασε, τον
φώναξε ο φύλακας να επιστρέψει. Μπήκα μέσα και στην είσοδο του κτιρίου είχε δύο
μεγάλες αφίσες. Στη μια έγραφε «Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΕΙΝΑΙ ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ». Στην άλλη
έγραφε «ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΤΗΣ ΔΕΗ». Στο βάθος του
διαδρόμου είδα τον Αρβανίτη να λέει σε κάποιον εργαζόμενο να κάνει υπομονή και
πως ένας χρόνος απλήρωτος δεν είναι και τίποτα και αν δεν του άρεσε μπορούσε να
παραιτηθεί. Την ίδια στιγμή κάποιοι τον πλησίασαν με μια κάμερα και ένα μικρόφωνο
και δήλωνε πως μόνο η κυβέρνηση Σύριζα είναι εγγύηση σωτηρίας και κάθε
εργαζόμενος πρέπει να στηρίζεται στον αγώνα του για τα δικαιώματα του. Τότε
άκουσα την έκτη σάλπιγγα. Κατάλαβα πως
έπρεπε να φύγω.
Συνέχισα
το δρόμο μου και είδα ένα κτίριο με λευκούς κίονες, φωτιστικά σε κόκκινο χρώμα
και γύρω γύρω νερό. Αν ήθελες να μπεις θα έπρεπε να σου κατεβάσουν μια γέφυρα όπως
κάποτε στα κάστρα του μεσαίωνα. Παντού νερό σαν να είναι σε νησίδα. Όταν μπήκα,
είδα πολλά βιντεογουόλ και δηλώσεις της Ρένας Δούρου: «Θα κάνουμε πόλεμο με τα
συμφέροντα» έλεγε. «ΟΧΙ στο γήπεδο της ΑΕΚ». «ΟΧΙ ΧΥΤΑ στο Γραμματικό» «ΟΧΙ στις
ιδιωτικές εταιρείες με καθαρίστριες γιατί είναι σύγχρονη σκλαβιά». «ΟΧΙ στον
προϋπολογισμό Σγουρού». Στο γραφείο της είδα κάτι έγγραφα και είδα τους τίτλους
τους. Γήπεδο ΑΕΚ, Σύμβαση Καθαριστριών, Προϋπολογισμός 2015, ΧΥΤΑ στην περιοχή
του Γραμματικού. Η Ρένα Δούρου τα υπέγραψε όλα. Σήκωσε το τηλέφωνο έλεγε στον
Παπαδάκη και λίγο αργότερα στον Αυτιά, λόγια που θα επαναλάμβανε και στον Τράγκα
αργότερα, γιατί είναι υπέρ της διαφάνειας και της αξιοκρατίας αλλά και γιατί
δεν ελέγχονται οι υπάλληλοι που προσελήφθησαν με πλαστά πιστοποιητικά. Και οι
τρεις έγκριτοι δημοσιογράφοι της είπαν πως έχει δίκιο και την επαίνεσαν για τη
ρηξικέλευθη και ριζοσπαστική άσκηση εξουσίας της.
Άνοιξα
μια πόρτα και είδα νερό. Πήγα να γυρίσω πίσω αλλά είδα τοίχο. Ένοιωσα φοβερή
έκπληξη όταν κατάλαβα πως μπορούσα να περπατήσω πάνω στο νερό. Κάπου τελείωνε
και φαντάστηκα πως μετά θα είχε στεριά. Ήταν γκρεμός αλλά από το γρήγορο
βάδισμα δεν το πρόσεξα και βούτηξα στο κενό.
Τότε
άκουσα την έβδομη σάλπιγγα και ένα χέρι να με κρατάει.
Βρέθηκα
σε μια κορυφή ενός βουνού, κοιτάζοντας από ψηλά το ΣΥΡΙΖΑΝ και ο αρχάγγελος με
ρώτησε.
«Κατάλαβες
τώρα;»
Μου
είχε κοπεί η λαλιά.
Ανοιγόκλεισα
τα μάτια μου και ξαναβρέθηκα στην παραλία στην Καραϊβική που ήταν ακριβώς όπως την
άφησα.
Αγκάλιασα
θερμά τα κορίτσια, με δάκρυα στα μάτια και χωρίς καν να τους εξηγήσω, τις πήρα από
το χέρι και τρέξαμε εκεί που γινόταν το πάρτι….