Επιστρέφεις
στο σπίτι σου μετά την υπηρεσία. Είσαι κουρασμένος αλλά το παιδί σου θέλει να πάτε
βόλτα στην παιδική χαρά. Είσαι κουρασμένος.
Σκέφτεσαι
και το παιδί και πας. Προς στιγμήν λες να αφήσεις το όπλο σου στο σπίτι αλλά
πάντα το παίρνεις μαζί σου γιατί υπάρχει
η φοβία της κλοπής. Άλλωστε το πλήρωσες με δικά σου έξοδα γιατί το κράτος σε
στηρίζει κατά τα άλλα και δεν θέλεις να
μπλέξεις με τις γραφειοκρατίες τις υπηρεσίας, την ΕΔΕ και το στίγμα ότι είσαι αυτός
που έχασε το όπλο.
Πάτε
βόλτα με το παιδί. Όλα κυλούν καλά αλλά σε μια ανύποπτη στιγμή κάτι βλέπεις και δεν πάει καλά.
Μια
γριούλα που την ξέρεις από τη γειτονιά σου. Ένα αυτοκίνητο και κάτι τύποι να
την τραβούν. Η γυναίκα προσπαθεί να αντισταθεί. Δεν μπορούσε να τα βάλει με δυο
άντρες. Η πρώτη σου σκέψη είναι να κάνεις ότι δεν βλέπεις. Άλλωστε που να πάς
να μπλέξεις, σάμπως θα σε υποστηρίξει κανείς;; Το σώμα σου δεν συμμερίστηκε τη
σκέψη σου και έτρεξε με το παιδί σου στο ένα χέρι για βοήθεια. Οι τύποι
πρόλαβαν και έχωσαν τη ηλικιωμένη γυναίκα στο αυτοκίνητο και το γκάζι έσκουζε
καθώς απομακρύνθηκαν.
Έπρεπε
να πάρεις μια απόφαση. Κοίταξες το παιδί σου. Ρισκάρεις να μείνει χωρίς
πατέρα;; Αν όμως η γριούλα ήταν η μάνα σου δεν θα ήθελες κάποιος να τη
βοηθήσει; Για ποια κοινωνία όμως να παλέψεις; Για αυτή που θεωρεί ήρωα τον
Κουφοντίνα και τον Ζακ; Για αυτή που μπάτσο σε ανεβάζει, γουρούνι και δολοφόνο
σε κατεβάζει;
Είναι
από τις στιγμές που δεν ζουν όλοι οι άνθρωποι. Από αυτές που σε μισό
δευτερόλεπτο βγαίνουν στην επιφάνεια όλα. Η παιδεία σου, οι παραστάσεις, η
ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας, η εμπειρία, η αγωγή από το σπίτι σου και ότι
κουβαλάς στο μυαλό και την ψυχή σου.
Ο βρωμόμπατσος
μπορούσε να κάνει πως δεν είδε. Δεν κατάλαβε. Δεν ήταν καν εκεί.
Σάμπως υπάρχει κράτος να τον υποστηρίξει;
Κι
όμως.
Ο άνθρωπος
αυτός, πήρε θέση και έδωσε στους υπόλοιπους ελπίδα.
Έτρεξε,
άφησε το παιδί του στο σπίτι, κατέβηκε, έβαλε το κλειδί του αυτοκινήτου στη
μίζα και έτρεξε. Ήξερε καλά την περιοχή. Το αυτοκίνητο το θυμόταν. Οι τύποι δεν
ρίσκαραν και πολύ. Δεν περίμεναν ότι ο θεός αγαπά και τον νοικοκύρη και η μοίρα
τους εκείνη τη μέρα τους επιφύλασσε έναν ευσυνείδητο αστυνομικό.
Ακολούθησε
με αλαρμ και συνεχή κορναρίσματα. Ο συνοδηγός έβγαλε το όπλο από το παράθυρο
και πυροβόλησε αλλά ανέκαθεν οι ταινίες δεν είχαν καμία σχέση με την
πραγματικότητα. Ερυμάνθου, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, απότομη στροφή δεξιά στην
Αυγής, παραλίγο να τρακάρουν, χωρίς καν να δουν το stop, κατευθείαν αριστερά στην Ευρώτα και
εκεί κατάλαβε πως ήθελαν να βγουν στην Εθνική. Ξανά δεξιά στην Κηφισού και ένας
δρόμος έμενε για να βγουν στον παράλληλο. Εκείνη την ώρα στη διασταύρωση με τη
Δρόσου περνούσαν δύο αυτοκίνητα. Σταμάτησαν. Πίστεψαν ότι είχαν να κάνουν με
κάποιον άοπλο και τολμηρό πολίτη και ήταν μια καλή ευκαιρία να απαλλαγούν από αυτόν.
Κατεβαίνει
ο ένας με το όπλο στο χέρι. Ένα φτηνιάρικο glock που
περισσότερο για εκφοβισμό είναι παρά για σοβαρό σημάδι όταν η αδρεναλίνη
χτυπάει κόκκινο. Δύο πυροβολισμοί. Η μια σφαίρα δεν βρήκε καν στο αυτοκίνητο
και η άλλη έσκασε στο τζάμι του συνοδηγού. Χρόνος αρκετός ώστε ο αστυνομικός να
βγάλει από το τσαντάκι του το δικό του όπλο. Η beretta εφάρμοσε
κατευθείαν στο χέρι του και τράβηξε το κλείστρο. Άνοιξε την πόρτα και έμεινε
ακριβώς ανάμεσα στην πόρτα και στο σασί όπως είχε εκπαιδευτεί. Ο άλλος προς στιγμήν
πίστεψε πως είχε τελειώσει με αυτόν τον
ενοχλητικό τύπο και αιφνιδιάστηκε από την αντίδραση του. Βαδίζοντας προς το
μέρος του, αποφάσισε να τελειώσει μια και καλή. Άλλος ένας πυροβολισμός, η
σφαίρα έφυγε πάνω από το κεφάλι του αστυνομικού αλλά ο χρόνος του είχε
τελειώσει.
Ο αστυνομικός
έκανε την κίνηση αυτόματα. Χιλιάδες βολές στο σκοπευτήριο, για μια και μόνη
φορά που το όπλο του χρησιμοποιείται εν ώρα υπηρεσίας.
Είδε,
εστίασε, κλείδωσε τον στόχο, εκπνοή και ο δείκτης χάιδεψε την σκανδάλη.
Η βολή
ήταν εύστοχη.
Το
κάψιμο από τη σφαίρα και ο πόνος ανάγκασε τον απαγωγέα να γυρίσει στο
αυτοκίνητο. Μέχρι να δώσει το κεντρικό του νευρικό σύστημα το σήμα ότι ο τραυματισμός
ήταν σοβαρός, πρόλαβε και γύρισε. Η ηλικιωμένη γυναίκα βρήκε την ευκαιρία και
βγήκε από την πόρτα. Οι απαγωγείς αποφάσισαν ότι δεν ήταν η τυχερή τους μέρα
και η σθεναρή αντίδραση του αστυνομικού δεν σήκωνε αντεπίθεση.
Ο αστυνομικός
δεν συνέχισε την καταδίωξη αφενός γιατί η κυρία ήταν σώα και αβλαβής, αφετέρου
τα παιχνίδια με τις σφαίρες δεν έχουν πάντα έναν νικητή.
Το
καθήκον του το είχε επιτελέσει.
Ενημέρωσε
τους ανωτέρους του αναλυτικά, έδωσε στο κέντρο ακριβείς πληροφορίες για το αυτοκίνητο
και τις συντεταγμένες και επέστρεψε μαζί με τη γυναίκα.
Μπήκε
στο σπίτι του με μια παράδοξη ηρεμία αλλά και σοκ. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο
του παιδιού του και το βρήκε να κοιμάται γαλήνια. Το φίλησε απαλά στο μέτωπο και
έκλεισε την πόρτα.
Εκείνη
την ώρα γύρισε η σύζυγος του αλαφιασμένη από τη δουλειά. Της είπε επιγραμματικά
τι συνέβη και μπήκε να κάνει ένα ντουζ. Ήξερε ότι η μέρα θα ήταν μεγάλη.
Ετοίμασε
τα απαραίτητα προσωπικά αντικείμενα στο τσαντάκι του. Πήγε να φάει κάτι αλλά
δεν κατέβαινε τίποτα κάτω. Έφτιαξε καφέ. Άναψε το τσιγάρο του και στην τρίτη τζούρα
χτύπησαν οι συνάδελφοί του το κουδούνι.
Του
είπαν πως ο ένας απαγωγέας τελικά δεν επέζησε. Κατάλαβε. Για λόγους
συναδελφικής αλληλεγγύης τον άφησαν μέσα από το περιπολικό να τηλεφωνήσει στο
σωματείο ώστε να έχει μια επαρκή νομική εκπροσώπηση.
Τον
πήγαν στο τμήμα. Τον παρηγορούσε πως οι συνάδελφοί του τον στήριζαν αλλά η
διαδικασία ακολουθήθηκε απαρέγκλιτα. Παρέδωσε το όπλο, το σήμα, του πήραν αποτυπώματα,
φωτογραφία, ανάκριση, διατυπώσεις, καταθέσεις
και του είπαν πως τον περίμενε στην Ευελπίδων ο Εισαγγελέας για το
αυτόφωρο και ότι θα τον έβαζαν προσωρινά
στη φυλακή.
Δεν
μετάνιωσε ούτε στιγμή για τη βοήθεια που προσέφερε στη γειτόνισσα του, ούτε για
τον πυροβολισμό. Όμως η αδικία να πάει και στη φυλακή, και οι ζοφερές σκέψεις
που έκανε για τα επακόλουθα μέσα στο
κελί τον έπνιγαν.
Χτύπησε
το κινητό του. Άγνωστος αριθμός. Στο ανακριτικό
γραφείο δεν του είπαν τίποτα και με ένα νεύμα ο ανακριτής του έγνεψε να το
σηκώσει σαν να συνωμοτούσε και αυτός εναντίον του άθλιου συστήματος και κυρίως της
αθλιότερης συμπεριφοράς των πολιτών απέναντι στο Σώμα.
«Είμαι
ο Θάνος Πλεύρης φίλε», άκουσε από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. «Μη
φοβάσαι τίποτα, έκανες το καθήκον σου. Θα σε συναντήσω στα δικαστήρια».
Λίγη
ώρα αργότερα η ομίχλη διαλύθηκε. Ο αστυνομικός επέστρεψε σπίτι του στις αγκαλιές
των δικών του ανθρώπων που είχαν μαζευτεί για συμπαράσταση. Δάκρυα συγκίνησης από
τους οικείους του για τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση του.
Χτύπησε
πάλι το κουδούνι. Ήταν ο Θάνος Πλεύρης που ήρθε για να μιλήσουν πιο ήρεμα και
να του πει πως θα κινηθούν στη συνέχεια. Eκτίμησε πολύ το προσωπικό ενδιαφέρον που δεν ήταν ψυχρό επαγγελματικό. Υπάρχουν άνθρωποι τελικά. Αμέσως μετά έγινε κάτι απρόσμενο.
Ήρθαν
στο σπίτι η ηλικιωμένη κυρία με τα δύο παιδιά και τον άντρα της να πουν ένα ευχαριστώ.
Δεν κατάφεραν με λέξεις. Με δάκρυα και με τα βλέμματα μίλησαν.
Όταν
έφυγαν όλοι και έμεινε μόνος του, βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει ένα τσιγάρο. Προς
στιγμήν σκέφτηκε μήπως τον σημαδεύει κανείς αλλά άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Το είχε
ανάγκη.
Πέρασαν
από μπροστά του όλες οι στιγμές σαν ταινία. Έκανε το καθήκον του και με το
παραπάνω.
Μια
λέξη μόνο του βγήκε να πει.
«Χαλάλι».
.
.
.
.
.
.
.
Με
έπιασε ο οίστρος και το ανωτέρω κείμενο περιγράφει ένα αληθινό γεγονός που
συνέβη πριν από λίγες ημέρες στην Κηφισιά με μπόλικη μυθοπλασία.
Η
ουσία είναι η εξής : Αν η Πολιτεία δεν τιμήσει αυτόν τον ΗΡΩΑ με 10 παράσημα, τότε ειλικρινά δεν θα ξαναζητήσω ποτέ και
καμία ευθύνη από κανέναν άλλον αστυνομικό που σε αντίστοιχη περίπτωση κλείσει
τα μάτια, κοιτάξει αλλού και κάνει πως δεν κατάλαβε καλά για να χρησιμοποιήσω
και μια πρόσφατα φράση που ακούστηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο : «Ήπια μια γκαζόζα και μετά πήγα στην τουαλέτα και
δεν αντελήφθην»…
ROI MAT
0 Λογομαχιες:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε ότι θέλεις με ευπρέπεια