Παω
πίσω, χρόνια πολλά…
Φοιτητής
συνήθιζα να πηγαίνω σε ένα καπηλειό. Σε σκοτεινό σοκάκι, μιας κακόφημης
συνοικίας. Σε έναν από τους τότε ατέλειωτους ποδαρόδρομους που έκανα για να
γνωρίσω την πόλη, άρχισε να σουρουπώνει και συνειδητοποίησα ότι πεινούσα. Ερημιά.
Δύο
τετράγωνα πιο κάτω ξεχώρισα αναμμένες λάμπες, το πορτατίφ δεν υπήρχε ούτε ως
σκέψη και στην αρχή μου φάνηκε ως σπίτι με κορίτσια. Πλησίασα μηχανικά. Τελικά
ήταν μια ταβέρνα με μια μικρή αυλή.
Το
παρακμιακό περιβάλλον με έκανε να τη συμπαθήσω αμέσως. Τα ξύλινα άβολα
καθίσματα ξεφτισμένα και αλουστράριστα, τα μεταλλικά τραπέζια να μπατάρουν, ο
ασβέστης στον τοίχο κίτρινος πια, κάποιες τοιχογραφίες ξεφτισμένες, αφίσες με
χαβάη τούριστ τοπία, με φοίνικες, με ξεθωριασμένο χρώμα, πλακόστρωτο με τόσο
λεία πέτρα από τα εκατομμύρια βήματα, που δεν χρειαζόταν να βρέξει για να γλιστρήσεις.
Μέσα, πολλά βαρέλια με κρασί σαν διακόσμηση και αποθήκη μαζί και η μυρωδιά ήταν
κάτι ανάμεσα σε τσίκνα, καπνό και κρασί.
Εκείνη
την ώρα δεν έκανα μέτρηση ποιότητας, απλώς κάθισα να φάω. Το γεύμα ήταν
χορταστικό σε τριπλάσιες μερίδες, πάμφτηνο, ο μαγαζάτορας κέρασε τρεις φορές
κρασί και εδέσματα και αμέσως γνώρισα μερικούς θαμώνες. Σαν ένα μικρό και ζεστό
χωριό.
Η «παρεϊστικη
ταβέρνα» σκέφτηκα καθώς έφυγα και αποφάσισα να ξαναπάω. Η μια φορά έφερε την
άλλη, έφερα φίλους, γνώρισα κόσμο και κατέληξα να γίνω και εγώ θαμώνας. Όποτε ήθελα
απλώς να κάνω μια βόλτα, να χαλαρώσω από την καθημερινότητα, να πιώ ένα κρασί
πριν κοιμηθώ, πήγαινα στην ταβέρνα. Ήταν βλέπεις και η ανάγκη. Με λίγα χρήματα
την έβγαζα καθαρή. Λίγο θα κερνούσε κάποιος, λίγο θα κερνούσε ο μαγαζάτορας, θα
έλεγα και με κάποιον λίγες κουβέντες, η ώρα περνούσε ευχάριστα.
Σε
αυτό το καπηλειό γνώρισα τον Κάπτεν Τζίμ.
Απόμαχος
ναυτικός, μια ζωή στην περιπέτεια και στην τραγωδία. Ώρες να χεις να τον ακούς.
Αν και τα μισά από αυτά πρέπει να ήταν ψέματα αλλά κανείς δεν κατάφερε να
ξεχωρίσει που τελειώνει η πραγματικότητα και που αρχίζει ο μύθος. Ήταν ικανός
να σου διηγηθεί σε μια ιστορία πως ήταν ο Νο 298 στους 300 του Λεωνίδα και λίγο
παρακάτω πως ήταν ο υπασπιστής του στρατηγού Αϊζενχάουερ στην απόβαση της Νορμανδίας
χωρίς κανένας να το πάρει χαμπάρι.
Ο Κάπτεν
Τζιμ ήταν συνέχεια στην ταβέρνα. Πρωί μεσημέρι και βράδι. Ήταν κάτι σαν
θυρωρός, δημόσιες σχέσεις, προϋπαντούσε τους επισκέπτες και τους καληνύχτιζε. Ο
μαγαζάτορας ήταν ένας άνθρωπος που δεν ήθελε με τίποτα τις συγκρούσεις. Να τα
έχει καλά με όλους, να βγαίνει η δουλίτσα, το μεροκαματάκι, να μην μπλέξουμε,
να αλλάξουμε μερικά πράγματα στο μαγαζί, κόπος μεγάλος, ένας άνθρωπος που ήθελε
μόνο την ησυχία του.
Ο Κάπτεν
Τζίμ ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα, κυριαρχική. Στην αρχή τον απολάμβανες και
νόμιζες ότι βρήκες έναν λαϊκό φιλόσοφο αλλά σε βάθος χρόνου ήταν πληκτικός. Έπιαναν τα χέρια του, έκανε μικρομερεμέτια,
έφερνε φίλους, ήταν η ψυχή της ταβέρνας. Σιγά σιγά έγινε αφεντικό στη θέση του
αφεντικού. Το άλλοθι του ήταν ότι «μια παρέα είμαστε» μόνο που το ξεχνούσε όταν
αναλάμβανε πρωτοβουλίες. Ο μαγαζάτορας δεν ήθελε να συγκρούεται, το
μεροκαματάκι κουτσά στραβά έβγαινε και ο Κάπτεν Τζίμ με τον καιρό έγινε ο
απόλυτος άρχοντας. Στα χρόνια του ιντερνετ, θα του έλεγες get a life. Ήταν συνέχεια εκεί και πήγαινε στο
σπίτι του μόνο για ύπνο. Για χόμπι ούτε λόγος και αν ήθελε να τον δει κάποιος
φίλος του, του έκλεινε ραντεβού μόνο στην ταβέρνα. Δεν πήγαινε πουθενά αλλού. Έλεγε
πως είχε και μια σύζυγο αλλά ποτέ δεν την είχαμε δει. Συζήτηση για τα προσωπικά
του την έκοβε και προτιμούσε να σου πει μια ιστορία ή μια θεωρία που σκέφτηκε
μεταξύ κρασιού και καπνού.
Το
μικρό χωριό ανέπτυξε όλες τις παιδικές ασθένειες. Ο κάπτεν Τζιμ είχε θαυμαστές
που τον είχαν ως θεό. Έκραζε όποιον δεν του άρεσε είτε κάτι στην εμφάνιση του
είτε κάτι στις απόψεις του. Στη μικρή παρακμιακή ταβέρνα η κάστα, ο κύκλος, η
κλίκα του Κάπτεν Τζιμ έλυνε και έδενε. Πολλές φορές δι ασήμαντον αφορμήν,
τρώγοταν και μεταξύ τους και ο Κάπτεν Τζιμ έκανε τον δικαστή και τον διαιτητή,
αποβάλλοντας ανθρώπους από τον κύκλο του, τους ξαναδεχόνταν αργότερα αν είχαν
μετανοήσει, έδιωχνε άλλους, έκραζε καινούριους και καθημερινά σχεδόν, είχαμε
και από ένα επεισόδιο του Κάπτεν Τζιμ και τον υπηκόων του. Μικρόκοσμος.
Στο
διάστημα που πήγαινα και εγώ στην ταβέρνα, είδα σοβαρούς ανθρώπους να έρχονται
αλλά από την αφόρητη πίεση της αραχνιασμένης «παρεϊστικης ταβέρνας» δεν ξαναπατούσαν.
Είδα
ανθρώπους να τσακώνονται χωρίς λόγο, να γίνονται φίλοι μόνο και μόνο γιατί
ανακάλυψαν κάποιον να τον αντιπαθούν από κοινού. Είδα κάποιους που είχαν το
θάρρος της γνώμης τους και όταν έλεγε μπαρούφες ο κάπτεν Τζιμ και αντιδρούσαν,
να εκδιώκονται κακήν κακώς. Είδα την κλίκα να έχει το ύφος μασονικής στοάς και
τα τσιράκια του κάπτεν Τζιμ, αποτυχημένοι της πραγματικής ζωής, να νοιώθουν ότι
παίρνουν μεγάλη αξία στην ταβέρνα. Είδα εγκαρδιότητες και όταν έφευγε αυτός που
τον αγκάλιαζαν, η ρουφιανιά και το κουτσομπολιό έπεφτε βροχή. Άκουσα κομπλιμέντα
ψεύτικα, είδα κροκοδείλια δάκρυα και λυκοφιλίες διαρκώς μεταβαλλόμενες.
Ο μαγαζάτορας
δεν μιλούσε. Το μεροκαματάκι έβγαινε. Ο κύκλος του Κάπτεν Τζιμ έφερνε τα πενιχρά
έσοδα της επιβίωσης και καθόλου δεν τον ενοχλούσε πως αυτά τα έσοδα ήταν
διαρκώς πτωτικά. Κουβέντα δεν σήκωνε για τον Κάπτεν Τζιμ. «Προσφέρει στο μαγαζί»,
έλεγε. Κοντόφθαλμος. Όταν μένεις με τους ίδιους και τους ίδιους, μοιραία
έρχεται η φθορά.
Αραίωσα
και εγώ. Αν και ως πιτσιρικάς δεν πολυμιλούσα αλλά με ξενέρωνε η δικτατορία των
αποτυχημένων, η κλίκα των ανέραστων και ο κύκλος των ξοφλημένων.
Οι
ξεπεσμένοι που την έχουν δει ψαγμένοι.
Η φοίτηση
μου τελείωσε και πέρασα για να αποχαιρετήσω. Η ταβέρνα ήταν σε κατάσταση
εξαθλίωσης. Ο Κάπτεν Τζιμ είχε τους πιστούς γύρω του μόνο που ήταν πια
ελάχιστοι. Ένας ανάπηρος σωματικά, ένας ανάπηρος εγκεφαλικά, ο μαγαζάτορας και ένας
ξένος. Θα μάθαινε και αυτός..
Πριν
καν ανοίξω το στόμα μου ο Κάπτεν Τζιμ είχε γίνει σαν αγρίμι. Με έψεξε ότι εξαφανίστηκα,
ότι για όλα φταίνε οι γυναίκες που παρασύρουν τα καλύτερα παιδιά και ξεκίνησε
να πει μια ιστορία για μια γυναίκα που την εγκατέλειψε παρά τον σφοδρό τους έρωτα
γιατί έτσι έπρεπε. Δεν τους είπα καν ότι φεύγω. Ήπια στα γρήγορα το κρασί μου και
με μια δικαιολογία που ούτε καν την είπα, έφυγα.
Ήταν
η τελευταία φορά που τους είδα.
Πολλά
χρόνια αργότερα έμαθα ότι η ταβέρνα έκλεισε μετά από λίγους μήνες, έγινε μίνι
μάρκετ και αργότερα ως αντιπαροχή, πολυκατοικία. Ο Κάπτεν Τζιμ έφυγε από ανακοπή σε μια στιγμή που συγχύστηκε καθώς κατηγορούσε - ως συνήθως - κάποιον. Στην κηδεία του ήταν ο μαγαζάτορας και οι δύο πιστοί που του
είχαν απομείνει.
Δεν
ξαναπέρασα από κει ποτέ…
0 Λογομαχιες:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε ότι θέλεις με ευπρέπεια